Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συλήτωρ
συλικός
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαβομαχέω
συλλαβοπευσιλαλητής
συλλαγνεύω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλάλημα
συλλάλησις
συλλαλιά
συλλαμβάνω
σύλλαμψις
συλλανθάνω
συλλατρεύω
συλλαφύσσω
σύλλαψις
συλλεαίνω
σύλλεγμα
View word page
συλλάλημα
συλλᾰ/λ-ημα, ατος, τό,
A). conversation, Hsch. s.v. συναιρήματα .


ShortDef

conversation

Debugging

Headword:
συλλάλημα
Headword (normalized):
συλλάλημα
Headword (normalized/stripped):
συλλαλημα
IDX:
98163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συλλᾰ/λ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conversation</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">συναιρήματα</span> .</div> </div><br><br>'}