Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύλησις
συλήτειρα
συλητής
συλήτωρ
συλικός
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαβομαχέω
συλλαβοπευσιλαλητής
συλλαγνεύω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλάλημα
συλλάλησις
συλλαλιά
συλλαμβάνω
σύλλαμψις
συλλανθάνω
συλλατρεύω
συλλαφύσσω
View word page
συλλαγνεύω
συλλαγνεύω,= συμπορνεύω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συλλαγνεύω
Headword (normalized):
συλλαγνεύω
Headword (normalized/stripped):
συλλαγνευω
IDX:
98160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συλλαγνεύω</span>,= <span class="foreign greek">συμπορνεύω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}