Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκωτός
σῦλα
συλαγωγέω
συλάω
συλεύς
συλεύω
συλέω
σύλη
σύλησις
συλήτειρα
συλητής
συλήτωρ
συλικός
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαβομαχέω
συλλαβοπευσιλαλητής
συλλαγνεύω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
View word page
συλητής
σῡλ-ητής, οῦ, ,= sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συλητής
Headword (normalized):
συλητής
Headword (normalized/stripped):
συλητης
IDX:
98152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡλ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}