σῡλ-έω,=
συλάω,
Q.S. 1.717 ;
ῥήματα ς. ἀλλήλους dub. in
Xanth. 1 :— Med.,
A). steal for oneself,
κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2 .
II). rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11 , etc.