Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκόφυλλον
συκχάς
συκώδης
σύκωμα
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
συκωτός
σῦλα
συλαγωγέω
συλάω
συλεύς
συλεύω
συλέω
σύλη
σύλησις
συλήτειρα
συλητής
συλήτωρ
View word page
σῦλα
σῦλα,
A). v. σύλη .


ShortDef

cargo, booty

Debugging

Headword:
σῦλα
Headword (normalized):
σῦλα
Headword (normalized/stripped):
συλα
IDX:
98143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῦλα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύλη</span> .</div> </div><br><br>'}