Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκόφαντις
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκόφασις
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκόφορος
συκόφυλλον
συκχάς
συκώδης
σύκωμα
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
View word page
συκοφορέω
σῡκοφορ-έω
,
A).
carry figs,
AP
9.563
(
Leon.
).
ShortDef
to carry figs
Debugging
Headword:
συκοφορέω
Headword (normalized):
συκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
συκοφορεω
IDX:
98131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98132
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡκοφορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry figs,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.563 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}