Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκόφαντις
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκόφασις
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκόφορος
συκόφυλλον
συκχάς
συκώδης
σύκωμα
συκών
συκωρέω
συκωρός
View word page
συκόφασις
σῡκόφᾰσις, εως, ,= συκοφαντία, AP 7.107 ( D.L., pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συκόφασις
Headword (normalized):
συκόφασις
Headword (normalized/stripped):
συκοφασις
IDX:
98129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡκόφᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">συκοφαντία</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.107 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span></span>, pl.).</div><br><br>'}