Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκοπώλης
συκοσκόπος
συκοσπαδίας
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφάγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκόφαντις
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκόφασις
συκοφορεῖον
συκοφορέω
View word page
συκοφαντητέον
σῡκοφαντ-ητέον,
A). one must quibble, Phld. Herc. 1251.14 .


ShortDef

one must quibble

Debugging

Headword:
συκοφαντητέον
Headword (normalized):
συκοφαντητέον
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντητεον
IDX:
98121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡκοφαντ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must quibble</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1251.14 </span>.</div> </div><br><br>'}