Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκολόγος
συκομάμμας
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκόπρωκτος
συκοπώλης
συκοσκόπος
συκοσπαδίας
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφάγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
View word page
συκοσκόπος
σῡκο-σκόπος,= συκωρός, Zenodor. ap. Miller
A). Mélanges 412 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συκοσκόπος
Headword (normalized):
συκοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
συκοσκοπος
IDX:
98112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡκο-σκόπος</span>,= <span class="foreign greek">συκωρός</span>, Zenodor. ap. Miller <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Mélanges</span> <span class="bibl"> 412 </span>.</div> </div><br><br>'}