Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκόπρωκτος
συκοπώλης
συκοσκόπος
συκοσπαδίας
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφάγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
View word page
συκόπρωκτος
σῡκό-πρωκτος, ον, dub. sens. in Hsch.
A). s.v. συκιδαφόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συκόπρωκτος
Headword (normalized):
συκόπρωκτος
Headword (normalized/stripped):
συκοπρωκτος
IDX:
98110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡκό-πρωκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens. in Hsch.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">συκιδαφόρος</span> .</div> </div><br><br>'}