Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκαμινώδης
συκάριον
συκάς
συκάσιος
συκαστής
συκέα
σύκειον
συκεών
συκηγορία
συκία
συκιδαφόρος
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
View word page
συκιδαφόρος
συκιδαφόρος· ἐνίοτε ὁ συκοφάντης· ποτὲ δὲ ὁ συκόπρωκτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συκιδαφόρος
Headword (normalized):
συκιδαφόρος
Headword (normalized/stripped):
συκιδαφορος
IDX:
98091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συκιδαφόρος·</span> <span class="foreign greek">ἐνίοτε ὁ συκοφάντης· ποτὲ δὲ ὁ συκόπρωκτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}