Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
συκάριον
συκάς
συκάσιος
συκαστής
συκέα
σύκειον
συκεών
συκηγορία
συκία
συκιδαφόρος
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
View word page
σύκειον
σύκ-ειον ξύλον,= σύκινον, Gloss. (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύκειον
Headword (normalized):
σύκειον
Headword (normalized/stripped):
συκειον
IDX:
98087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98088
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύκ-ειον</span> <span class="foreign greek">ξύλον</span>,= <span class="foreign greek">σύκινον</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> (s.v.l.).</div><br><br>'}