Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
συζῶ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συῆλαι
συηνέω
συΐδιον
σύϊνος
συκάζω
συκαλίς
συκαλόβον
συκαμινέα
συκαμινεών
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
View word page
συηνέω
συηνέω, συηνία,
A). v. ὑηνέω, ὑηνία . σύθην, σῦθι, v. σεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συηνέω
Headword (normalized):
συηνέω
Headword (normalized/stripped):
συηνεω
IDX:
98069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συηνέω</span>, <span class="orth greek">συηνία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑηνέω, ὑηνία</span> . <span class="orth greek">σύθην</span>, <span class="orth greek">σῦθι</span>, v. <span class="ref greek">σεύω</span> .</div> </div><br><br>'}