Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
συζῶ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συῆλαι
συηνέω
συΐδιον
σύϊνος
συκάζω
συκαλίς
συκαλόβον
συκαμινέα
συκαμινεών
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
View word page
συῆλαι
συῆλαι·
τόποι βορβορώδεις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συῆλαι
Headword (normalized):
συῆλαι
Headword (normalized/stripped):
συηλαι
IDX:
98068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98069
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συῆλαι·</span> <span class="foreign greek">τόποι βορβορώδεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}