Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχωρία
συγχωρίζω
σύγχωρος
σύγχωσις
σύγχωσμα
σύδην
σύειος
συvοικία
συζεύγνυμι
συζευκτέον
συζευκτικός
σύζευξις
συζέω
σύζησις
συζητέω
συζήτησις
συζητητής
συζητητικὸς
συζοφόω
συζυγέω
συζυγή
View word page
συζευκτικός
συ-ζευκτικός, όν,
A). conjunctive, ἔγκλισις Dosith. p.406K.


ShortDef

conjunctive

Debugging

Headword:
συζευκτικός
Headword (normalized):
συζευκτικός
Headword (normalized/stripped):
συζευκτικος
IDX:
98046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συ-ζευκτικός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conjunctive</span>, <span class="quote greek">ἔγκλισις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dosith.</span> p.406K. </span> </div> </div><br><br>'}