Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
συγχωρία
συγχωρίζω
σύγχωρος
σύγχωσις
σύγχωσμα
σύδην
σύειος
συvοικία
συζεύγνυμι
συζευκτέον
συζευκτικός
σύζευξις
συζέω
σύζησις
συζητέω
View word page
σύγχωσμα
σύγ-χωσμα, ατος, τό,= foreg., PLond. 3.1177.315 (ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγχωσμα
Headword (normalized):
σύγχωσμα
Headword (normalized/stripped):
συγχωσμα
IDX:
98040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98041
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγ-χωσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1177.315 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}