Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
συγχωρία
συγχωρίζω
σύγχωρος
σύγχωσις
σύγχωσμα
σύδην
σύειος
συvοικία
συζεύγνυμι
συζευκτέον
συζευκτικός
σύζευξις
συζέω
View word page
σύγχωρος
σύγχωρ-ος, ον,=
A). confinis, Gloss.


ShortDef

confinis

Debugging

Headword:
σύγχωρος
Headword (normalized):
σύγχωρος
Headword (normalized/stripped):
συγχωρος
IDX:
98038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγχωρ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confinis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}