Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
συγχωρία
συγχωρίζω
σύγχωρος
σύγχωσις
σύγχωσμα
σύδην
σύειος
συvοικία
συζεύγνυμι
συζευκτέον
View word page
συγχωρητικός
συγχωρ-ητικός
,
ή
,
όν
,
A).
assigning a place to ..
,
νοῦς ς. πάντων
Herm.
ap.
Stob.
1.18.3
.
ShortDef
assigning a place to . .
Debugging
Headword:
συγχωρητικός
Headword (normalized):
συγχωρητικός
Headword (normalized/stripped):
συγχωρητικος
IDX:
98035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98036
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχωρ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assigning a place to ..</span>, <span class="quote greek">νοῦς ς. πάντων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.18.3 </span>.</div> </div><br><br>'}