Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
συγχωρία
συγχωρίζω
View word page
συγχυτρόω
συγχυτρόω
, in Pass.,
A).
become dilapidated
, of an oil-mill, Wilcken
Chr.
176.14
(i A.D.).
ShortDef
become dilapidated
Debugging
Headword:
συγχυτρόω
Headword (normalized):
συγχυτρόω
Headword (normalized/stripped):
συγχυτροω
IDX:
98027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98028
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχυτρόω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become dilapidated</span>, of an oil-mill, Wilcken <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 176.14 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}