Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
View word page
συγχυσμός
συγ-χυσμός
,
ὁ
,
A).
pouring
of oil into lamps,
Stud.Pal.
22.183.105
(ii A.D.).
ShortDef
pouring
Debugging
Headword:
συγχυσμός
Headword (normalized):
συγχυσμός
Headword (normalized/stripped):
συγχυσμος
IDX:
98025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98026
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-χυσμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pouring</span> of oil into lamps, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 22.183.105 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}