Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
View word page
συγχυλόομαι
συγχῡλόομαι, Pass.,
A). to be converted into chyle, Dsc. Eup. 2.141 .


ShortDef

to be converted into chyle

Debugging

Headword:
συγχυλόομαι
Headword (normalized):
συγχυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχυλοομαι
IDX:
98021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχῡλόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be converted into chyle</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 2.141 </span>.</div> </div><br><br>'}