Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγχριστός
συγχρίω
συγχροΐζω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
View word page
συγχρωματισμός
συγχρωμᾰτ-ισμός
,
ὁ
,=
A).
ὁμόχροια
1
,
Hsch.
s.v.
ἀχροίην
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συγχρωματισμός
Headword (normalized):
συγχρωματισμός
Headword (normalized/stripped):
συγχρωματισμος
IDX:
98018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98019
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχρωμᾰτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ὁμόχροια</span> <span class="bibl"> 1 </span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀχροίην</span> .</div> </div><br><br>'}