Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχροΐζω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
View word page
συγχρωματίζομαι
συγχρωμᾰτ-ίζομαι,
A). f.l. for συγχρωτίζομαι in Corp.Herm. 10.17 :— Act., f.l. ib. 12.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγχρωματίζομαι
Headword (normalized):
συγχρωματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχρωματιζομαι
IDX:
98017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχρωμᾰτ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">συγχρωτίζομαι</span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corp.Herm.</span> 10.17 </span>:— Act., f.l. ib.<span class="bibl"> 12.10 </span>.</div> </div><br><br>'}