Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
συγχρηστήριον
συγχρίμπτω
σύγχρισμα
συγχρισμός
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχροΐζω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
View word page
συγχροΐζω
συγχροΐζω,=
A). συγχρῴζω 1 (q.v.):—συ] γχροΐσθεις dub. rest. in Sapph. Supp. 3.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγχροΐζω
Headword (normalized):
συγχροΐζω
Headword (normalized/stripped):
συγχροιζω
IDX:
98010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχροΐζω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">συγχρῴζω</span> <span class="bibl"> 1 </span> (q.v.):—<span class="foreign greek">συ] γχροΐσθεις</span> dub. rest. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0009.tlg001:3:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0009.tlg001:3.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.</span> 3.9 </a>.</div> </div><br><br>'}