Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
συγχρηστήριον
συγχρίμπτω
σύγχρισμα
συγχρισμός
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχροΐζω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρωματίζομαι
συγχρωματισμός
View word page
συγχριστός
συγ-χριστός, όν,
A). to be applied as ointment, λιπάσματα Paul.Aeg. 3.18 .


ShortDef

to be applied as ointment

Debugging

Headword:
συγχριστός
Headword (normalized):
συγχριστός
Headword (normalized/stripped):
συγχριστος
IDX:
98008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-χριστός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be applied as ointment</span>, <span class="quote greek">λιπάσματα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 3.18 </a> .</div> </div><br><br>'}