Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχοῦν
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
συγχρηστήριον
συγχρίμπτω
σύγχρισμα
συγχρισμός
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχροΐζω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
View word page
συγχρίμπτω
συγχρίμπτω
,=
συγκρούω
,
Hsch.
( Pass.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συγχρίμπτω
Headword (normalized):
συγχρίμπτω
Headword (normalized/stripped):
συγχριμπτω
IDX:
98004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98005
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχρίμπτω</span>,= <span class="foreign greek">συγκρούω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Pass.).</div><br><br>'}