Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχοῦν
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
συγχρηστήριον
συγχρίμπτω
σύγχρισμα
συγχρισμός
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχροΐζω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
View word page
συγχρηστήριον
συγχρηστήρι-ον, τό, prob. an error for χρηστήριον, PSI 6.698.6 (iv A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγχρηστήριον
Headword (normalized):
συγχρηστήριον
Headword (normalized/stripped):
συγχρηστηριον
IDX:
98003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχρηστήρι-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob. an error for <span class="foreign greek">χρηστήριον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 6.698.6 </span> (iv A.D.).</div><br><br>'}