Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορεία
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχοῦν
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
συγχρηστήριον
συγχρίμπτω
View word page
συγχορηγός
συγχορηγ-ός, όν,
A). sharing with a partner in the expense, D. 29.28 .


ShortDef

a fellow-choragus

Debugging

Headword:
συγχορηγός
Headword (normalized):
συγχορηγός
Headword (normalized/stripped):
συγχορηγος
IDX:
97994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχορηγ-ός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sharing with a partner in the expense</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg029.perseus-grc1:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg029.perseus-grc1:28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 29.28 </a>.</div> </div><br><br>'}