Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορεία
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχοῦν
συγχράομαι
View word page
σύγχορδος
σύγ-χορδος,, ον,
A). in harmony, of musical strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα .


ShortDef

in harmony

Debugging

Headword:
σύγχορδος
Headword (normalized):
σύγχορδος
Headword (normalized/stripped):
συγχορδος
IDX:
97988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγ-χορδος</span>,, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in harmony</span>, of musical strings, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀντίχορδα</span> .</div> </div><br><br>'}