Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορεία
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
View word page
συγχόνδρωσις
συγχόνδρωσις, εως, ,
A). junction of two bones by cartilage, Gal. 2.738 .


ShortDef

junction

Debugging

Headword:
συγχόνδρωσις
Headword (normalized):
συγχόνδρωσις
Headword (normalized/stripped):
συγχονδρωσις
IDX:
97986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχόνδρωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="itype greek">ὴ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">junction</span> of two bones <span class="tr" style="font-weight: bold;">by cartilage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.738 </span>.</div> </div><br><br>'}