Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχαρητικός
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορεία
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
View word page
συγχερσεύω
συγχερσεύω,
A). become waste land, PAmh. 2.68.7 (i A.D.).


ShortDef

become waste land

Debugging

Headword:
συγχερσεύω
Headword (normalized):
συγχερσεύω
Headword (normalized/stripped):
συγχερσευω
IDX:
97982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχερσεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become waste land,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PAmh.</span> 2.68.7 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}