Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρητικός
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορεία
συγχορευτής
View word page
συγχειροτονέω
συγχειρο-τονέω, in Pass.,
A). to be elected together with, at the same time, Inscr.Prien. 111.144 (i B.C.).


ShortDef

to be elected together with, at the same time

Debugging

Headword:
συγχειροτονέω
Headword (normalized):
συγχειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
συγχειροτονεω
IDX:
97980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχειρο-τονέω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be elected together with, at the same time,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Inscr.Prien.</span> 111.144 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}