Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρητικός
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορεία
View word page
συγχειροπονέω
συγχειρο-πονέω,
A). do also by manual labour, ὀλίγα Luc. Lex. 2 .


ShortDef

do also by manual labour

Debugging

Headword:
συγχειροπονέω
Headword (normalized):
συγχειροπονέω
Headword (normalized/stripped):
συγχειροπονεω
IDX:
97979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχειρο-πονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">do also by manual labour</span>, <span class="quote greek">ὀλίγα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg046:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg046:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> 2 </a> .</div> </div><br><br>'}