Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχάζω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρητικός
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
View word page
συγχάζω
συγχάζω,
A). = συγχωρέω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγχάζω
Headword (normalized):
συγχάζω
Headword (normalized/stripped):
συγχαζω
IDX:
97966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγχάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συγχωρέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}