Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχάζω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρητικός
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
View word page
συγξηραίνω
συγξηραίνω,
A). dry up together, Gal. 11.585 , 15.487 (both Pass.).


ShortDef

dry up together

Debugging

Headword:
συγξηραίνω
Headword (normalized):
συγξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
συγξηραινω
IDX:
97964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγξηραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dry up together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.585 </span>, <span class="bibl"> 15.487 </span> (both Pass.).</div> </div><br><br>'}