Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιαχέω
ἀντιάχω
ἀντιάω
ἀντιβάδην
ἀντιβαδίζω
ἀντιβαιβάζω
ἀντιβαίνω
ἀντιβάκχειος
ἀντιβάλανος
ἀντιβάλλω
ἀντιβάλμους
ἀντιβαρνικί
ἀντιβασιλεύς
ἀντιβασιλεύω
ἀντίβασις
ἀντιβαστάζω
ἀντιβάτης
ἀντιβατικός
ἀντιβιάζομαι
ἀντιβιβλίον
ἀντιβιβρώσκω
View word page
ἀντιβάλμους
ἀντιβάλμους·
ἀντιστρόφους,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντιβάλμους
Headword (normalized):
ἀντιβάλμους
Headword (normalized/stripped):
αντιβαλμους
IDX:
9795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9796
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιβάλμους·</span> <span class="foreign greek">ἀντιστρόφους,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}