συγκύρω
συγκύρω [ῡ],
A). appertain, τὸ ἱερὸν καὶ τὰ -κύροντα appurtenances, OGI 52.1 (Ptolemais, iii B.C.), cf. PCair.Zen. 460 (iii B.C.), POxy. 247.29 (i A.D.); τῇ σιτηρᾷ ἀπομοίρᾳ OGI 55.20 (Telmessus, iii B.C.): also συγκῠρ-κῠρέω, πᾶν τὸ συγκυροῦν Rh. 2.64 ; τὰ -κυροῦντα POxy. 907.9 (iii A.D.).