Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρία
συγκυρκανάω
συγκυρόω
σύγκυρσις
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
View word page
σύγκυρσις
σύγκυρσις, εως, ,= συγκύρησις, dub. in Phld. Po.Herc. 994.24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκυρσις
Headword (normalized):
σύγκυρσις
Headword (normalized/stripped):
συγκυρσις
IDX:
97953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97954
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκυρσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">συγκύρησις</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Po.Herc.</span> 994.24 </span>.</div><br><br>'}