Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
συγκυκλόομαι
συγκύκλωψ
συγκυλινδέομαι
συγκυλίομαι
συγκυμαίνομαι
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
View word page
συγκυμαίνομαι
συγκῡμαίνομαι, Pass.,
A). to be swollen with a (tidal) wave, of the Atlantic Ocean, Seleuc. ap. Stob. 1.38.9 .


ShortDef

to be swollen with a (tidal) wave

Debugging

Headword:
συγκυμαίνομαι
Headword (normalized):
συγκυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκυμαινομαι
IDX:
97939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκῡμαίνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be swollen with a</span> (tidal) <span class="tr" style="font-weight: bold;">wave</span>, of the Atlantic Ocean, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Seleuc.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.38.9 </span>.</div> </div><br><br>'}