Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκρουσμός
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτησείδιον
σύγκτησις
συγκτήτωρ
συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
View word page
συγκτήτωρ
συγ-κτήτωρ, ορος, ,
A). joint-possessor, Gloss.


ShortDef

joint-possessor

Debugging

Headword:
συγκτήτωρ
Headword (normalized):
συγκτήτωρ
Headword (normalized/stripped):
συγκτητωρ
IDX:
97924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-κτήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint-possessor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}