Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκρούσιος
συγκροτούσιος
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτησείδιον
σύγκτησις
συγκτήτωρ
συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
View word page
συγκτερεΐζω
συγκτερεΐζω,
A). join in paying the last honours to a corpse, A.R. 2.838 .


ShortDef

join in paying the last honours to a corpse

Debugging

Headword:
συγκτερεΐζω
Headword (normalized):
συγκτερεΐζω
Headword (normalized/stripped):
συγκτερειζω
IDX:
97921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκτερεΐζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in paying the last honours to a corpse</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2:838" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2.838/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 2.838 </a>.</div> </div><br><br>'}