Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκριτέον
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
συγκροτούσιος
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτησείδιον
View word page
συγκροτούσιος
συγκροτούσιος, Suid.


ShortDef

accompanied by clapping of the hands, immoderate mirth

Debugging

Headword:
συγκροτούσιος
Headword (normalized):
συγκροτούσιος
Headword (normalized/stripped):
συγκροτουσιος
IDX:
97912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκροτούσιος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}