Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκρισία
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
συγκροτούσιος
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
View word page
σύγκρουμα
σύγ-κρουμα
,
ατος
,
τό
,
A).
borrowed money
, or
a compound dish
,
Hsch.
ShortDef
borrowed money
Debugging
Headword:
σύγκρουμα
Headword (normalized):
σύγκρουμα
Headword (normalized/stripped):
συγκρουμα
IDX:
97910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97911
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγ-κρουμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">borrowed money</span>, or <span class="tr" style="font-weight: bold;">a compound dish</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}