Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκρίνω
συγκρισία
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
συγκροτούσιος
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
View word page
συγκροτούσιος
συγκροτ-ούσιος,
A). v. συγκρούσιος .


ShortDef

accompanied by clapping of the hands, immoderate mirth

Debugging

Headword:
συγκροτούσιος
Headword (normalized):
συγκροτούσιος
Headword (normalized/stripped):
συγκροτουσιος
IDX:
97909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκροτ-ούσιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συγκρούσιος</span> .</div> </div><br><br>'}