συγκριτικός
συγκρῐτ-ικός, ή, όν,
A). of or for compounding, opp. διακριτικός, τμῆμα Plt. 282c , cf. Top. 107b30 ; λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ ς. Sens. 86 : ἡ -κή (sc. τέχνη) l.c. b,c.
II). comparative, ὑπόθεσις ; 2.616d τὰ ς. (sc. ὀνόματα) comparative degree of adjectives, , 635.9 , 2.677d Synt. 58.28 . Adv. -κῶς . 9.75
III). = μετασυγκριτικός, φάρμακα , opp. χαλαστικά, : 2.343 τὰ ς., title of work by Thessalus, . 10.7