Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκριματικός
συγκριμάτιον
συγκρίνω
συγκρισία
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
συγκροτούσιος
σύγκρουσις
View word page
συγκρίτης
συγκρῐ/τ-ης
,
ου
,
ὁ
,
A).
judge's assessor,
EM
779.17
; Dor.
συγκρίτας
Schwyzer
197.56
,
65
(Crete, iii B.C.).
ShortDef
judge's assessor
Debugging
Headword:
συγκρίτης
Headword (normalized):
συγκρίτης
Headword (normalized/stripped):
συγκριτης
IDX:
97903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97904
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκρῐ/τ-ης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">judge\'s assessor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 779.17 </span>; Dor. <span class="orth greek">συγκρίτας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 197.56 </span>,<span class="bibl"> 65 </span> (Crete, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}