Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκριματικός
συγκριμάτιον
συγκρίνω
συγκρισία
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
View word page
συγκρητισμός
συγκρητ-ισμός, ,
A). union, federation of Cretan communities, Plu. 2.490b .


ShortDef

union, federation of Cretan communities

Debugging

Headword:
συγκρητισμός
Headword (normalized):
συγκρητισμός
Headword (normalized/stripped):
συγκρητισμος
IDX:
97895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκρητ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">union, federation of Cretan communities</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.490b </span>.</div> </div><br><br>'}