Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκριματικός
συγκριμάτιον
συγκρίνω
συγκρισία
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκρίτης
συγκριτικός
View word page
συγκρητίζω
συγκρητ-ίζω
,(
Κρής
) of two parties,
A).
combine against a common enemy,
EM
732.55
.
ShortDef
combine against a common enemy
Debugging
Headword:
συγκρητίζω
Headword (normalized):
συγκρητίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκρητιζω
IDX:
97894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97895
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκρητ-ίζω</span>,(<span class="etym greek">Κρής</span>) of two parties, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">combine against a common enemy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 732.55 </span>.</div> </div><br><br>'}