Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκριματικός
συγκριμάτιον
συγκρίνω
συγκρισία
σύγκρισις
συγκριτέον
View word page
συγκρέκω
συγκρέκω,
A). accompany by playing on the κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος Ael. NA 11.1 .


ShortDef

accompany by playing on the κιθάρα

Debugging

Headword:
συγκρέκω
Headword (normalized):
συγκρέκω
Headword (normalized/stripped):
συγκρεκω
IDX:
97892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκρέκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accompany by playing on the</span> <span class="quote greek">κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:11:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:11.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">NA</span> 11.1 </a> .</div> </div><br><br>'}