Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
View word page
συγκραματικός
συγ-κρᾱμᾰτικός, , όν,
A). mixed together, dub.l.in Placit. 5.2.3 .


ShortDef

mixed together

Debugging

Headword:
συγκραματικός
Headword (normalized):
συγκραματικός
Headword (normalized/stripped):
συγκραματικος
IDX:
97884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-κρᾱμᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed together</span>, dub.l.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 5.2.3 </span>.</div> </div><br><br>'}